- ίπταμαι
- (ΑΜ ἵπταμαι)(μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώνεοελλ.1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, -η, -ομέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως είναι λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις2. φρ. α) «ιπτάμενα φρούρια» — βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, τής εποχής τού Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικόβ) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα, τό υψώνουν κατά ένα τμήμα του πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας και έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα με την ίδια ιπποδύναμη, κν. δελφίνιαγ) ιατρ. «ιπτάμενες μύγες» — είδος ενδοπτικών φαινομένων, κατά το οποίο εμφανίζονται κινούμενα σημεία στο οπτικό πεδίο, σαν μύγες, αλλ. μυιοψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵ-πτᾰ-μαιαπό τη ρ. *πτᾰ (< δισύλλ. *πετᾱ, μονοσύλλ. *πετ.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμόμτγν. τ. τού πέτομαι*, που σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἵσταμαι*, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. και ο μέλλων κατά το σχήμα ἔπτην, πτήσομαι - ἔστην, στήσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.